Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενάενος — ἑνάενος, ον (Α) αυτός που είναι ενός έτους («ἄριστα δοκεῑ τὰ ἑνάενα σπέρματα», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
ἑνάενα — ἑνάενος of a year old neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)